Weimaraner – Βαϊμαρανερ

ΡΑΤΣΑ: Βαϊμάρης, Βαϊμαράνερ.
ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ: Γερμανία.

ΙΣΤΟΡΙΑ: Θεωρείται η πιο παλιά κυνηγετική γερμανική ράτσα. Οφείλει το όνομά του στην πόλη Βαϊμάρη γιατί εκεί εκτρεφόταν το τέλος του 18ου αιώνα. Λόγω του χρώματός του λέγεται “γκρίζο φάντασμα” και επειδή το θεωρούσαν πολύτιμο δεν ήταν εύκολο για τον οποιοδήποτε να το αποκτήσει. Το χρησιμοποιούσαν στο κυνήγι ενώ στις μέρες μας εκτός από κυνηγόσκυλο είναι και καλός σύντροφος.

Description

ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ:

Είναι ένα όμορφο, κομψό σκυλί που δεν περνά απαρατήρητο. Το ύψος του κυμαίνεται από 57 μέχρι 70 εκ. και το βάρος του από 32 μέχρι 40 κιλά (το θηλυκό είναι μικρότερο από το αρσενικό). Έχει μακρύ και σχετικά φαρδύ κεφάλι με δυνατή μουσούδα. Τα στρογγυλά μάτια είναι λίγο λοξά, και όταν είναι κουτάβι είναι γαλάζια ενώ στη συνέχεια αποκτούν σκούρο ή ανοιχτό κεχριμπαρένιο χρώμα.

Τα τοποθετημένα ψηλά αυτιά είναι φαρδιά και μακριά. Η ουρά είναι συνήθως κομμένη και ξεκινά αρκετά χαμηλά. Ως προς το τρίχωμα χωρίζεται σε κοντότριχο, που είναι και το πιο διαδεδομένο, σε μακρύτριχο και σε σκληρότριχο. Το κοντότριχο τρίχωμα είναι πολύ κοντό, λείο και κολλημένο στο σώμα, με σχεδόν ανύπαρκτο υπόστρωμα.

Το μακρύτριχο τρίχωμα είναι απαλό και μακρύ (μέχρι 5 εκ.), λείο ή κυματιστό και μπορεί να έχει υπόστρωμα. Το χρώμα είναι το γκρι σε όλες τις αποχρώσεις αλλά συνήθως έχει ένα πολύ ιδιαίτερο γκρι-ασημί που εμφανίζεται σπάνια σε άλλες ράτσες, επίσης μπορεί να φέρει στο στήθος λευκές κηλίδες.

ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ:

Είναι ένα τρυφερό, πιστό και φιλικό σκυλί που γίνεται εύκολα μέλος της οικογένειας. Είναι επιφυλακτικό στην παρουσία ξένων και είναι έτοιμο να προστατεύσει τον χώρο ή την οικογένεια αν αισθανθεί απειλή.

ΤΙ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΓΝΩΡΙΖΕΤΕ ΠΡΙΝ ΤΗΝ ΑΠΟΚΤΗΣΗ ΒΑΪΜΑΡΗΣ: Είναι κυρίαρχο σκυλί, γι’ αυτό χρειάζεται έμπειρο ιδιοκτήτη. Δεν είναι εύκολο να συνυπάρχει με άλλα ζώα και χρειάζεται εκπαίδευση αν προστεθεί μωρό στην οικογένεια. Μπορεί να κοιμάται εκτός σπιτιού και επειδή είναι γεμάτο ενέργεια χρειάζεται καθημερινά αρκετή άσκηση.

Additional information

ΓΕΝΟΣ

Αρσενικό, Θηλυκό